- ἄλιθος
- ἄλῐθος, ον,A without stones, not stony, of lands, X.An.6.4.5.II without a stone set in it, of a ring, Poll.7.179.III free from the stone, as disease, Aret.CD2.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άλιθος — ἄλιθος, ον (Α) [λίθος] 1. (για εδάφη, γαίες) ο μη πετρώδης 2. αυτός που δεν περιέχει πέτρες 3. (για κοσμήματα) που δεν είναι ποικιλμένος με πολύτιμους λίθους 4. που δεν πάσχει από λιθίαση … Dictionary of Greek
ἄλιθος — without stones masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλιθον — ἄλιθος without stones masc/fem acc sg ἄλιθος without stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίθους — ἄλιθος without stones masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλιθα — ἄλιθος without stones neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
ἅλιθα — ἄλιθα , ἄλιθος without stones neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)